- ἐκνευρίζεται
- ἐκνευρίζωcut the sinewspres ind mp 3rd sgἐκνευρίζωcut the sinewspres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωνακλάς — ού, άδικο, Ν 1. αυτός που έχει τη συνήθεια να φωνάζει 2. αυτός που εκνευρίζεται εύκολα και βάζει τις φωνές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνάκλα + μεγεθ. κατάλ. ας (πρβλ. φρυδ άς)] … Dictionary of Greek